Η δυσλεξία επηρεάζει τη ζωή εκατομμυρίων παιδιών και ενηλίκων σε όλο τον
κόσμο, με σοβαρές εκπαιδευτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες.
Εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια φοίτησης στο Δημοτικό σχολείο ως μία
απροσδόκητη και ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση και γραφή, σε
φυσιολογικά παιδιά με κανονική ή και ανώτερη ευφυΐα που μέχρι τότε
τίποτε δεν έδειχνε ότι είχαν κάποιο πρόβλημα.
Η διεθνής ομοσπονδία Νευρολογίας καθορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που
εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου,
ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη
φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες.
Οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες
της μάθησης.
Από τον ορισμό προκύπτει ότι έχουμε να κάνουμε με μία διαταραχή που:
1. Αφορά και περιορίζεται μόνο στο γραπτό λόγο και όχι στον προφορικό.
Περιορίζεται δηλαδή σε διαταραχή των δεξιοτήτων εκείνων που είναι
αναγκαίες για την εκμάθηση της ανάγνωσης, της γραφής και της ορθογραφίας.
2. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι η δυσλεξία είναι σύνδρομο και ως
σύνδρομο δεν μπορεί παρά η διάγνωση της να στηρίζεται σε περιγραφή
τυπικών χαρακτηριστικών εκδηλώσεων.
3. Παρουσιάζεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη νοημοσύνη που
φοιτούν σε κανονικά σχολεία κι έχουν εκτεθεί σε συνήθη κοινωνικά και
πολιτιστικά ερεθίσματα. Δηλαδή δεν πρόκειται για περιβαλλοντικό
πρόβλημα, αλλά για νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιώδεις
λειτουργίες μάθησης.